- βασιλοπρεπής
- ης, ες величественный, великолепный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασιλοπρεπής — ές 1. αυτός που αρμόζει σε βασιλιά, ο βασιλικός 2. αρχοντικός, μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + πρεπής < πρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Νικ. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek